- ἀνεξέλεγκτον
- ἀνεξέλεγκτοςincapable of disproofmasc/fem acc sgἀνεξέλεγκτοςincapable of disproofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоутомленыи — (5*) пр. 1.Разнузданный, распущенный, невоздержанный: аще ѹбо разумѣли, невиноватыхъ и б҃олюбець мнихъ не быша ѡсужали на погыбель неразумьнымь ср(д)цмь и ˫азыка неѹтомлена и разума неразумьна (ἀκολοστου) ГА XIII–XIV, 151г; облецѣтесѧ въ г(с)а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek